Απογευμάτινη Αύρα

Μια αίσθηση ηρεμία ήρθε, ο δροσέρος αέρας
που ‘ρχεται πάντα να μου πει κάτι καινούριο.

Ώρες του ήλιου

Συνήθιζα παλιά, να αναπολώ τη μέρα, να βλέπω το ξημέρωμα.
Τη στιγμή, π’ ο ήλιος άγγιζε τα πρώτα δέντρα του ορίζοντα

Ξεχασμένος κήπος

Θυμάμαι ακόμα τον ήχο, εκείνων των καιρών
θυμάμαι και την αίσθηση της κρύας ανάσας μες στο βράδυ.
Πως η ψυχή μου πάγωσε, εμπρός στο ξεχασμένο κήπο.

Σπονδή στον Ορφέα

Στα μέρη των νεκρών περιπλανιέμαι, εκεί που που ναοί απομένουν γκρίζοι
και το νερό τη μνημη παίρνει. Ποτίζει τα κλήματα του Άδη
κι έτσι η ζωή και πάλι άνθίζει σαν ασφόδελος, από το θολό νερό.

Γερασμένο τραγούδι

Παντα ακούς εκείνο το τραγούδι, π’ ακούγονταν στο σιωπηλο ηλιοβασίλεμα
όταν Θεός και προσευχή γινόντουσαν ένα με την ηρεμία του κουρασμένου ήλιου.

Η μοίρα των Τιτάνων.

Μία λάμψη μέσα στη γη, μια θερμή φωτιά, αέναη
με τη καρδιά της να βουϊζει διαρκώς, να τρέμει.

Δαίμονες Χειμώνες

Άρχαιοι βασιλιάδες της γης, στολισμένοι σε λευκό και γκρίζο
ορισμένοι να διασχίζουν το βασίλειο τους και να δίνουν νόημα
στο κύκλο της ζωής και στο βουβό ρυθμό της αλλαγής.

Ο ήχος των κυμάτων

Ένας συνεχής παφλασμός έγιναν οι μέρες, καθώς προδιαγεγραμμένος ο ρυθμός τους, κι η ανάγκη για μια υπέρβαση, για υπέρμορον μια λάμψη, απροσδόκητη, πριν ένα καθορισμένο τέλος χάνεται στη γαλήνη και τη σιγουριά αυτής της τεχνητής ροής!

Ο ταξιδιώτης

Το ταξίδι ξεκινά πάντα απλά, οι προετοιμασίες γίνονται στο νου
μα γρήγορα φαίνονται μικρές,
δίχως φαντασία, δίχως σοφία, δίχως λόγο! Όλα τα ταξίδια, έτσι παράξενα αρχίζουν και μένεις πάντα στα ταξίδια να αρμενίζεις με τ’ άστρο να ναι πάντα, ένα ταξίδι ακόμα μακριά.

Το κίτρινο φως

Ποτέ δε βλέπεις εκείνο το φανάρι στη γωνιά, πριν το δρόμο για το σπίτι!
Στο μοναχικό βράδυ, όπου ο δρόμος έχει πια ερημώσει
Ποτέ δε μέτρησες τη ζωή σου σε στιγμές.
Δε θυμάσαι καν, την εποχή που το φως του φαναριού ήταν λευκό!

προηγούμενη σελίδα επόμενη σελίδα