Η ανάμνηση

Τα σύννεφα μαζεύτηκαν και ‘κάναν ένα κύκλο, τραγούδησαν
για μια φορά, την ομορφιά του ήλιου. Και διαλύθηκαν.
Έγιναν δροσιά, έγιναν βροχή κι ομίχλη.

Ώρες του ήλιου

Συνήθιζα παλιά, να αναπολώ τη μέρα, να βλέπω το ξημέρωμα.
Τη στιγμή, π’ ο ήλιος άγγιζε τα πρώτα δέντρα του ορίζοντα

Ξεχασμένος κήπος

Θυμάμαι ακόμα τον ήχο, εκείνων των καιρών
θυμάμαι και την αίσθηση της κρύας ανάσας μες στο βράδυ.
Πως η ψυχή μου πάγωσε, εμπρός στο ξεχασμένο κήπο.

Σπονδή στον Ορφέα

Στα μέρη των νεκρών περιπλανιέμαι, εκεί που που ναοί απομένουν γκρίζοι
και το νερό τη μνημη παίρνει. Ποτίζει τα κλήματα του Άδη
κι έτσι η ζωή και πάλι άνθίζει σαν ασφόδελος, από το θολό νερό.

Γερασμένο τραγούδι

Παντα ακούς εκείνο το τραγούδι, π’ ακούγονταν στο σιωπηλο ηλιοβασίλεμα
όταν Θεός και προσευχή γινόντουσαν ένα με την ηρεμία του κουρασμένου ήλιου.

Η μοίρα των Τιτάνων.

Μία λάμψη μέσα στη γη, μια θερμή φωτιά, αέναη
με τη καρδιά της να βουϊζει διαρκώς, να τρέμει.

Ο ταξιδιώτης

Το ταξίδι ξεκινά πάντα απλά, οι προετοιμασίες γίνονται στο νου
μα γρήγορα φαίνονται μικρές,
δίχως φαντασία, δίχως σοφία, δίχως λόγο! Όλα τα ταξίδια, έτσι παράξενα αρχίζουν και μένεις πάντα στα ταξίδια να αρμενίζεις με τ’ άστρο να ναι πάντα, ένα ταξίδι ακόμα μακριά.

Νυχτερινός

Τα δέντρα φάνταζαν, πράσινα! Και τα πουλιά
νομίζω, τραγουδούσαν.
Παράξενο! Το μονοπάτι έβγαζε στο σπίτι…

Τ’ αλλαγμένο τέλος

Πάντα, στο τέλος ακούγονται τραγούδια… Ο,τι μένει είναι ιστορίες! Λόγιοι καθισμένοι σε τραπέζια, πίνοντας, μιλώντας και καπνίζοντας εικάζουν πεποιθήσεις και πλάθουν λόγια για τη μνήμη.

Οι σκιές

… οι εικόνες της ημέρας, του πρώτου περίπατου, στολίζονται από τις σκούρες αποχρώσεις της πρότερης δροσιάς. – Μέσα τους, ακόμα βλέπεις κι αισθάνεσαι τον άσβεστο βόμβο της σιωπής!

επόμενη σελίδα