Είναι η ανάσα, η πρώτη που βαραίνει. Και αποσιωπά αργά τις σκέψεις αφήνοντας ένα δροσερό σκοτάδι πίσω απ' το κουρασμένο βλέμμα. Δεύτερα, αργοκλείνουνε τα μάτια. Τρεμοπαίζουν θολές εικόνες, μπλεγμένες με κηλίδες από φως και θέρμη από στιγμές που πέρασαν. Τρίτον, η νύχτα καταβάλλει, βαθιά είναι η σιωπή, Όνειρα εμφανίζονται, σαν παλιές φωτογραφίες σε σειρά, Αποκαλύπτοντας το παρελθόν, σαν θυελλώδης παλίρροια, Μέσα στο σκοτάδι, μια ανάσα, μια ιστορία. Τέταρτον, τα κύματα της μνήμης αφυπνίζουν τις σκέψεις, Παρασέρνοντας με σε χρόνια, π' έχουν παρέλθει κι έχουν φύγει, Σε μέρη και ανθρώπους, που ποτέ δεν θα επιστρέψω, Μια όαση στην ερημιά, ένας κήπος που δεν θα μυρίσω. Πέμπτον, το χθες πλημμυρίζει, η μελαγχολία το συνοδεύει, Η ανάσα μου εξανεμίζεται, στο σκοτάδι επιστρέφει, παραδίνω τον εαυτό μου, στην αγκαλιά του ύπνου. Κι ονειρεύομαι τις μέρες, που ποτέ δεν θα ζήσω. Έκτον, η ηρεμία απλώνεται, την νύχτα αγκαλιάζω, Κάτω από το φως της σελήνης, στα χαμένα χρόνια ταξιδεύω, στις εποχές που έχουν παρέλθει, σ' ένα παρελθόν που έχω. Σ' αυτή τη σιωπηλή νύχτα, τη ζωή μου την αναπολώ. Και έτσι, πλανώνται τα βράδια, ανάμεσα στον ύπνο και τη μνήμη, Η ζωή μου είναι ένας στίχος, σε ένα ποίημα που εξελίσσεται, Κάθε νύχτα γράφεται, στο θέατρο των ονείρων ταξιδεύει, σ' αυτό το άγριο σκηνικό, οι σκέψεις μου διαμορφώνονται και φεύγουν.