Μέρες και μέρες έρχονται και ξετυλίγονται σα το λευκό χαρτί άχρωμο, ασήμαντο, νεκρό κομμάτι μιας ζωής. Κι όταν ο ήλιος κάνει να πέφτει, αφήνει μια κίτρινη απόχρωση στην άκρη!
Μέρες και μέρες, νιώθω τη σιωπή να απλώνεται σα το νερό ήρεμο, ψυχρό, διάφανο και κενό, σα τις ψυχές που βρίσκονται στον Άδη. Κι όταν η σελήνη ανατέλλει, λίγο ποτίζεται το χώμα με δροσιά, κι ακούς το βουητό της πλάσης.
Τις νύχτες, με περιμένει η καταραμένη μου η πένα, και το λευκό χαρτί μήπως είδα τίποτα μες το φως ή άκουσα κάποιο ήχο στη σιωπή. Μα όλοι κρύβονται τη μέρα.
Περπατούν, συναντιόνται και χάνονται, δε νιώθουν, δε πιστεύουν μα αγωνίζονται να ζήσουν κρεμασμένοι στα ρευστά τους χρώματα.
Δε ξέρω τι να γράψω. Δε ξέρω! Ίσως αύριο να ακούσω μια δρυάδα μες στο βράδυ... Ίσως να βρέξει, κι έρθουν μυρωδιές να περιγράψω.