Μια αίσθηση ηρεμίας ήρθε, ο δροσέρος αέρας που 'ρχεται πάντα να μου πει κάτι καινούριο. Γίνεται αγγελιοφόρος της βροχής, της μυρωδιάς και της φωνής. Κι έτσι, παίρνω ψυχή με κάθε ανάσα.
Μια ανάσα είναι ικάνη να με μεθύσει, να μου φέρει μακρινές εικόνες να φέρει μουσική, που 'χω ξεχάσει. Κι ένα χαμόγελο που 'χε κρυφτεί, πίσω από σύννεφα.
Κι εκεί, από μια ξύλινη καρέκλα κοιτάς, εαυτε μου! Τον ουράνο, σα μισοκοιμησμένος. Φέρνεις λίγες σκέψεις στο μυαλό, κι έπειτα με μια εκπνοή, τις διώχνεις! για να πάνε να βρουν τα σύννεφα, όπου ανήκουν.