Συνήθιζα παλιά, να αναπολώ τη μέρα, να βλέπω το ξημέρωμα. Τη στιγμή, π' ο ήλιος άγγιζε τα πρώτα δέντρα του ορίζοντα κι άπλώνοταν η σκιά, γέμιζε ολοκληρο ουρανό σαν να 'τανε πλεχτο, σα να 'τανε το ντύμα της ημέρας.
Κι οταν ερχόταν το γαλάζιο! Όταν το φως ήταν πια λευκό βρίσκοταν, μπροστά μου πάντοτε, η χάρτινη μορφή του κόσμου μια αλλοίωτικη ψυχή, ένα νεκρό μου όνειρο μια εποχη παιδίκη, που πέρασε. Κι ακόμα κυνηγάω! - Δεν έμαθα ποτέ μου, να ξεχνάω. - Δε ξέχασα ποτε μου τα αστέρια. - Δε τόλμησα ποτέ μου ν' αλλάξω τη πορεια. - Δε δείλιασα σε κύματα ποτέ. - Δε βρήκα ποτέ μαγεμένους θησαύρους. - Δε ζήτησα ποτέ πίσω τη ζωή. - Δε τράβηξα ακόμα το σπαθί!
Απλά καθόμουν κι αγνάντευα, μέχρι το τέλος, να δω την ομορφιά να αντιληφθώ την εννοια του κύκλου. Μα πάντα, με τη γαλήνη έρχεται ο ύπνος, και χάνεται το τέλος. Είναι μια μόνιμη κατάρα, όταν κοιτάς συνεχεια τον ήλιο.