Στα μέρη των νεκρών περιπλανιέμαι, εκεί που ναοί απομένουν γκρίζοι και το νερό τη μνημη παίρνει. - Ποτίζει τα κλήματα του Άδη, έτσι η ζωή άνθίζει πάλι σαν ασφόδελος, από το θολό νερό.
Στο μονοπάτι του Ορφέα, στο δρόμο, το κρυφό. Ένα βάδισμα, αργό και φοβισμένο. Ένα βάδισμα, χωρίς τον ήχο, συρτό, χωρίς ζωή. Κι όμως, ούτε νεκρό, ουτ' άψυχο!
Ήθελα να δω από κοντά, εκείνα τα πεδία. Μα δε βρήκα ουτε Τάρταρο, ούτε καταπράσινες κοιλάδες. Βρήκα ξέρα χωράφια ασφόδελων.... Κι ένα μέρος που κατοικούν κραυγές, μόνο κραυγές! - Οι σκιές είχαν κρυφτεί! Κουρασμένες απ' όλα τα χρόνια που πεθαίνουν. Ζώντας το διαρκές μαρτύριο της τελευταιας τους στιγμής.
Χαίρε Ορφέα! Σπονδή σ' αυτούς που ξέχασαν! Σπονδή σε όσους σε θυμούνται! Γράψε τα τραγούδια σου στον Άδη, να ομορφύνουν οι κραυγές να βγουν οι σκιές, να πιουν νερό, το θολο νερό και να ξενοιάσουν!