Ηρθαν και πάλι οι χειμώνες, βρεγμένοι και βιαστικοί σκυθρωποί από το μακρύ, ατερμονο ταξίδι. Σα δαίμονες γυρνούν τριγύρω, κουβαλώντας σύννεφα και κρύο, φευγαλέες ψιχάλες που πάντα κάποιος θα θυμάται και τρανταχτές καταιγίδες, που κρατάνε τα παιδιά μέσα φοβησμένα.
Άρχαιοι βασιλιάδες της γης, στολισμένοι σε λευκό και γκρίζο ορισμένοι να διασχίζουν το βασίλειο τους, και να δίνουν νόημα στο κύκλο της ζωής, και στο βουβό ρυθμό της αλλαγής.
Σαν δαίμονες κουβαλάνε τη σιωπή, σαν δικαστές επιβάλλουν αρμονία σαν έρωτες φέρνουνε τη λήθη και σα ψυχές παύουνε το χρόνο για να κρατήσουν οι αναμνήσεις μιας στιγμής, ενός χαμόγελου.
Μα είναι σοφοί άρχοντες, δίκαιοι! Κι όταν περάσει ο καιρός αφήνουν τη θέση τους στη νέα Ανοιξη, κι έτσι τα νερά πάλι ταξιδεύουν... Είν' η εποχή που ξεμυτίζουν οι δρυάδες απ' τα δέντρα και γεμίζουνε το κόσμο με το ψίθυρο απ' τις φωνές τους.