Κάθε νύχτα του χειμώνα, ο άνεμος κυλά ταχύτερα στο ανάγλυφο του διάφανου στερεώματος του κόσμου. Με τη κρυμμένη εικόνα παίζουν, μικρές διαταραχές φωτός που δείχνουν τα δέντρα, στο βάθος του ορίζοντα σαν σε παιχνίδι, κρυφτό!
Είναι ο ίδιος άνεμος, που φυσάει κάθε βράδυ, τα ίδια δέντρα που τρεμοσβήνουν στο βάθος, εδώ και χρόνια! Κι είναι καιρός που παύεις να προσέχεις τις αλλαγές του χρόνου, και κάπως επιμένεις πως όλα παραμένουν ίδια! Λες και δεν άλλαξες εσύ, λες και οι όμοιες εικόνες δεν λέγονται ζωή.
Ο αέρας που κυλά, είναι αυτός που ζωγραφίζει την εικόνα. Ξανά και ξανά, γιατί είν' ο φακός που βλέπουμε όλοι μας το σύμπαν. Μας αποπλανά, μας καθοδηγεί και μας εφησυχάζει, αλλάζοντας τρομαχτικές αλήθειες σε φωτάκια.
Όπως η πρωινή αύρα, έγινε αεράκι, έπειτα άνεμος και καταιγίδα, σε ένα γύρισμα η αίσθηση του πρώτου πρωινού γυρνάει. Στην αρχή είναι η οσμή, μετά λίγες μνήμες, κι ακόμα πιο μετά θλίψη από τη νοσταλγία.
Έτσι, πεισματικά χρωματίζεις γαλάζια την εικόνα που σου μένει, να ξεκουράζει και να χωρά όλες τις σκέψεις. Ανοίγεις τα πανιά ασημένια, όπως πάντα και περιμένεις να φυσήξει πάνω τους το φως! Γιατί οι λέξεις είναι πρίσματα, ερμηνείες για τα χρώματα που άγει ο αέρας μέσ' τα μάτια.