{Είναι απόηχος, όσων ελπίζω πως δεν έζησα!
ένα ζήτημα τιμής, που μένει δίχως τέλος …
-Ποιο το νόημα όμως;
Αφού τα «λόγια» που λέμε, μένουν δίχως νόημα.
Δεν υπάρχει τιμή, σε μέρη που δεν σου τη διδάσκουν!
-Απλά, για μένα έχουν}
-Θα πρέπει να θυμάσαι … Ήμουν εκεί!
Στο χάραμα της μέρας και στο πρώτο ηλιοβασίλεμα.
Είχα ασπαστεί, ένα φωναχτό τραγούδι
ένα με νότες απ’ τα μέρη π’ ηρεμούσα.
Θυμάμαι, τον τρόπο που χάραζα το χώμα
και σε σένα γινότανε ένα σχέδιο!
Κι ήρθαν μέρες …
Που άρπαζα τις στάλες της βροχής, που θελα να πνίξω
μα δε γινόταν … Έπρεπε να φύγουν!
-Έτσι τις άφηνα … Μα με τον καιρό, μου το μαθαίνεις:
Πως όσα ζεις μονάχα, καθορίζεις,
να το γνωρίζεις. Πως οι δρόμοι που διαλέγεις,
σ’ οδηγούν.
Κι εγώ σ’ έχω οδηγό μου, να σε βλέπω εκεί ψηλά
να μ’ επιβλέπεις.
Τον καιρό της μοναξιάς μου, να θυμάμαι την ελπίδα της καρδιάς μου!
Να βλέπω τα άπειρα φώτα, που μου δείχνεις.
(Κι ακόμα φίλε, νοσταλγώ να αγαπήσω! Ακόμα …
Αλλά μπορώ να περιμένω ακόμα ένα ταξίδι
στα μέρη που θυμούνται ακόμα τις ελπίδες τους.)
Με τον καιρό, θα μάθω να ζω όπως εσύ.
Ελεύθερος απ’ όλα! Με ένα χαμόγελο τη μέρα
κι χίλιες και, όμορφες σκέψεις αναμνήσεις
σαν μου δίνεις ένα αντίο για το βράδυ!
-Καληνύχτα, αδελφέ μου Ουρανέ …