Οι σκέψεις αναζητούν απόγευμα και μιας νύχτας το μεθύσι, όχι από ποτά κι αισθήσεις, όμορφες. Σ' ένα κύπελλο μόνο, να αρμενίσω!
Να 'χει τ' άστρα θέλω, να χει ουρανό, την ώρα που, η μέρα του χαράζει την πρώτη της φωνή.
Να 'ναι άδεια η σκηνή, να φαίνονται τα δέντρα, να δω τον ήλιο με τσίμπλες κοιμισμένο.
Κι στις έξι το πρωί, το ξυπνητήρι του σπασμένο…
(Ας αργήσει λίγο, δεν πειράζει. Θα ξυπνήσει.)
Να πίνω από 'κει τον άγιο οίνο, να μεθάω σαν να είμαι:
Ο περιπατητής, που στέκεται θαυμάζοντας τον ήλιο, λίγο πριν στον ορίζοντα χαράξει. Εκείνος, που σε αλήθειες κρύβει μυστικά, επιπλέει έχοντας μία καμπαρντίνα για πανιά…