Κι είναι ο λόγος, η αιτία, αυτό π’ αναζητάς λίγες στιγμές,
το βράδυ. Παλιές αγάπες, όνειρα, στιγμές που νόμιζες πως
θα ‘χες βρει εξήγηση, γιατί απέτυχαν να οδηγήσουν
σε ένα μέλλον, πιο ευχάριστο …
Ίσως και λίγο ξαφνικό, μάταιο, ανέλπιστο, παράδοξο!
-Μα αυτό δεν ήρθε! Δεν το ‘φερε η Μοίρα!
Τόσα ταξίδια, έκανα! Και μια γνώση ανείπωτη με άγγιξε,
απ’ το μυαλό και την καρδιά, μέχρι το βλέμμα.
-Και λες πως, αν δεις ωκεανούς, βουνά, κοιλάδες και ποτάμια
θα ωριμάσεις! (-Δεν ωρίμασα, και δε θέλω να ωριμάσω!)
-Λες πως, αν πολεμήσεις για καλούς σκοπούς, θα αγιάσεις!
-Λες πως, αν διαλέξεις το δίκιο, θα δικαιωθείς!
-Λες πως, αν υπάρχεις για πάντα, θα ‘χεις χρόνο για να ζήσεις!
-Τόσα λες εαυτέ μου …
Μα δε βρήκες ακόμα τη γαλήνη … Χάνεις την ευτυχία και τη βρίσκεις!
Σα να ναι σταγόνες δροσιάς, οι διάφορες στιγμές της!
Και ξέρεις πως σ’ αυτό, δεν υπάρχει νόημα …
Και θέλω να βρεθώ πάλι, μες τον πίνακα! Που δυο παιδιά,
κάθονται στην προβλήτα, και βρέχουν τα πόδια τους στη θάλασσα,
Οκτώβρη μήνα.
Πριν αρχίσουν όλα!
-Μια τελευταία βόλτα, πριν αλλάξει η ιστορία, πριν μπουν τα κρύα,
κι έπειτα, ο χειμώνας.
Ήμουν εγώ, το ένα! Εκείνο με το σκυφτό χαμόγελο, που βαριόταν
εκειπέρα! Και φανταζόταν πως κυνηγά ένα αστέρι, και πως θα κάθονταν εκεί,
μετά από χρόνια.
Μα ακόμα, αυτό δεν έγινε. Κι η μια σκιά, κάθεται ακόμα εκεί. και περιμένει!