Σκοτάδι απάνεμο, δίχως σταγόνα από νερό
κι αιώνιες ρίζες, ασάλευτες να ψιθυρίζουν.
Για τις ατελείωτες νύχτες που, η ηρεμία υπόκωφη
ταράζει τον καθένα!
Που περπατά στο δάσος φοβισμένος,
ακολουθώντας το μαρτύριο, στη μουσική σύνθεση της πλήξης!
Της ανθρώπινης σου ύπαρξης, το συνεχές τέλος,
μέσα στο μητρικό χώμα, που μονάχος κείτεσαι
και περιμένεις!
Είναι μεσάνυχτα, είναι βράδυ!
Το ποτάμι, ως συνήθως, κυλά και σέρνεται
αργά, μέσα στη νύχτα.
- τραντάζοντας το χώμα που κοιμάμαι! Και έτσι...
κάπως, για λίγο να ξυπνάω. Καθώς το βράδυ
μ' αρέσει να αναπολώ τις μέρες της ζωής μου!
Ίσως λίγες, αλλά θαρρώ πως ήταν αρκετές
για να θυμάμαι...
Αιώνες πέρασαν, δεν ξέρω.
Κι όμως ακόμα εδώ, στον σπιτικό μου τάφο.
Ακόμα, είναι σα να βλέπω τώρα,
όταν νεαρός στα δεκαεφτά, ένα πρωί πιστεύω
περπατούσα. Χωρίς από 'δω να δύναμαι
να θυμηθώ τον ήλιο, όπως ήταν.
Τα δέντρα φάνταζαν, πράσινα! Και τα πουλιά
νομίζω, τραγουδούσαν.
Παράξενο! Το μονοπάτι έβγαζε στο σπίτι...
Μονοπάτι ζωντανό, με έσπρωχνε στον κήπο,
ενώ ένα αφύσικο χαμόγελο φορούσαν, τα λουλούδια!
Κι ο δρόμος έβγαζε, στης ανοιχτής πόρτας το σκοτάδι.
Ενώ χωρίς να το αντιληφθώ, είχα ξαπλώσει
κουρασμένος και κοιμόμουν! Με τα όνειρα να συντροφεύουν
και να ψυχαγωγούν, σε άπειρα ταξίδια...
Έτσι μες στα όνειρα, ο θάνατος με βρήκε.
Αρρώστησα, σκοτώθηκα... - Κανείς δε μου 'πε!
Απλά συνέχισα να ονειρεύομαι!
Μέχρι που, κατάλαβα πως δε κοιμόμουν πια
σε μαλακό κρεβάτι.
Ταξίδευα μέσα σε φυλλώματα όταν...
Κάποιον, στα σκοτεινά ντυμένο διέκρινα.
Μ' ασάλευτο το πρόσωπο στη νύχτα, έτσι
άρχισε, αλλόκοτα να ψέλνει:
- Τι ψάχνεις, άγνωστε; Το χώμα εδώ είναι καινούριο
απ' τη βροχή κι αθέατο απ' τον ήλιο!
Τι τριγυρνάς, χωρίς φανάρι, χωρίς γνώση
για το τόπο που βαδίζεις. Ο Θάνατος
δεν είναι για ταξίδια.
Μια μυρωδιά από αναδεμένο χώμα,
παράλληλα με φόβο, μια χλωμή εικόνα
ανάμεσα σε δέντρα, ένα θαμπός σταυρός,
εκεί που στέκεται ένας τάφος.
Την ίδια, ως φαίνεται, σκοτεινή μέρα...
Καμπάνες χτύπαγαν! Κι άνθρωποι στ' αφτιά μου
κλαίγοντας, με θάβανε στο χώμα.
Ενώ το ίδιο βράδυ, Δρυάδες με λυπήθηκαν
ποτίζοντας το σώμα μου, μ' αθάνατο νερό.
Για να χω δύναμη, να ξυπνάω κάποια βράδια,
να αφήνω το τάφο και να φεύγω
σαν είμαι λυπημένος!
Έτσι καμιά φορά, τους έβλεπα, ζωντανούς,
τη γη ακόμα, να πατάνε.
Μέχρι που χάθηκαν κι αυτοί! Μετά από κάποιες εποχές,
τους έχασα, τους ξέχασα, δεν τους ξανάδα!
Τώρα, το δώρο... Έγινε κατάρα!
Ο τάφος μου, το κούφιο κούτσουρο, σαπίζει αθάνατο!
θυμίζει
Γράφτηκε πριν 17 χρόνια!