Ήσουν απ’ τις λαμπρότερες θεότητες στην πρώιμη γη.
Στα πόδια σου, ο νέος κόσμος, όταν ακόμα
τα βράδια κι οι ημέρες, διαρκούσαν ώρες!
Με πελώριες παλίρροιες και βίαια ξεσπάσματα σεισμών.
Μεταξύ μέρας και νύχτας, παραδείσου – κολάσεως,
αθανασίας – λήθης.
Την ώρα με το βαθύτερο σκοταδι της αυγής!
Μοιάζεις με ένα κόσμο από ερείπια.
Με ερηπωμένα κάστρα, ξεχασμένους βασιλιάδες, ιστορίες, βουτηγμένες
στη μεθυστική κιτρινοκόκκινη μορφή της λήθης!
Όλα τα μεγαλειώδη μνημεία των καιρών σου, χτισμένα απ’ τους Άρχοντες,
– Τους γιους σου! Τις πρώτες εποχές!
Χαμένα, στη λίστα των ξεχασμένων τόπων…
Ήσουν η κόρη του Ήλιου, θεός και θεά του πρώτου κόσμου.
Τα άστρα ήταν αδέρφια σου!
Ο Κύκνος, ο Ωρίωνας, η Πούλια, τα παιδιά της… Η μικρή μας,
Ανδρομέδα, κι οι μυριάδες ιστορίες που ξερνούσε!
Κι επειδή…
Ήσουν δεμένη με τη μοίρα της ζωής! Έδεσες κι εσύ,
με τα μάγια σου, τη γη.
Κι έπειτα κρύφτηκες στο πιο πυκνό γαλάζιο,
διακριτικά, από τα μάτια των νεογέννητων παιδιών σου!
Μα όταν είναι βράδυ πια, ανοίγει ο ουρανός και σε κοιτάνε.
Τότε, απ’ τη χαρά σου, στη λάμψη, συναγωνίζεσαι τον Ήλιο!