Είναι οι ελπίδες των καταραμένων …
-Μαύρες, χρωματισμένες με το γκρίζο
σαν την ξεχασμένη τους αρχαία γη,
πατρίδα, όπου ο Ύπνος κυβερνά
καθώς βυθίζεσαι στη λήθη, στο σκοτάδι.
Κι επιστρέφεις αν αδύναμος φανείς …
Κοιμήθηκαν όλοι στα λευκά τους σπίτια,
στα μαρμαρένια τους, μοναχικά κελιά.
-Κι ο κόσμος άλλαζε στο χρόνο!
-Κοιμήθηκαν, σαν τα αγρίμια στο πρωινό σιγόφωτο!
Σταμάτησε για λίγο το ανατριχιαστικό κροτάλισμα της νύχτας
κι εκείνοι βυθίστηκαν στα όνειρα.
-Που να περιπλανιέται άραγε ο νους τους;
-Σε μια πατρίδα μακρινή;
-Σε όνειρα, που χάθηκαν;
-Σε μέρη, που τους έλλειψαν πολύ;
-Μα που αλλού … Η νοσταλγία με τα φτερά της ταξιδεύει,
τις παλιές καρδιές τους!
{Παγωμένοι εδώ, σημαδεμένοι όλοι, από σπαθιά και μνήμες!
Το πνεύμα γυροφέρνει στους παλιούς τους τόπους,
μα το πέτρινο κορμί, είναι βαρύ για να σαλέψει …}
Κι αφού πάλι, πέσει ο ήλιος και βραδιάσει
με τη νύχτα να απλώνεται παντού …
Μπορείς να ακούσεις τον ήχο της καρδιάς τους
κι ένα ψίθυρο να περιπλανιέται στην σιωπή!