Τα ασημένια δάκτυλα του ήλιου άγγιξαν το δρόμο!
Και πήραν τα εναπομείναντα νερά κάποιου ψιλόβροχου,
που πάντα ομορφαίνει την οσμή της κάθε νύχτας…
Μια ξαφνική ανάσα, το λίγο φως απ’ το παράθυρο
να χύνεται παντού ‘ δίνοντας ένα βαθύ γαλάζιο στο σκοτάδι.
Κι έπειτα, έρχονται τα χρώματα στο ίδιο φόντο!
Τ’ άκρα βρίσκονται ακόμα, σε πλήρη νάρκη!
Μόνο ο νους, προσπαθεί να εναρμονίσει την αίσθηση τ’ ονείρου,
με το ξύπνημα. Καθώς οι ανάσες γίνονται πιο γρήγορες…
Έπειτα…
Καταλαβαίνεις! πως έγινε πρωί, ήρθε “κάποια” ‘μέρα!
Και επιτέλους ξέρεις, πως τέλειωσε μία άλλη…
(Είναι περίεργο… Μόνο τότε ξέρεις!!!
-Μόνο- τότε… )