Στα μακρινά, σε μένα δέντρα στρέφω ένα βλέμμα
κι από το βάδισμα, το σώμα έχει χαθεί.
Ένα γκρίζο γαλάζιο γεμίζει τον ορίζοντα,
ποτίζει το φύλλωμα των δέντρων κι αναζωογονεί,
αφού ένας ολόδροσος αέρας με αγγίζει.
Είναι ένα πανέμορφο ανέβασμα και μια “γαλήνη”!
Αγωνίζομαι για λίγο, να ακουμπήσω την πηγή του.
Να φανώ θρασύς, μήτε γενναίος, μήτε θαρσύς…
Να τραβήξω μία χούφτα νερό, να βάλω μέσα μου
ετούτη τη γαλήνη και τη συντροφιά τ’ αέρα!
Να ‘μαι χαμογελαστός, λίγο να πιστέψω
σ’ άφεση κι επιβεβαίωση κάθε “ελπίζω”…
Κι ας είναι… Όσο περνάν οι μέρες, οι ώρες
και η άφθονη βροχή, πάντα να φέρνουν εκείνο τον αέρα!