Η λάμπα αναμμένη για τη νύχτα, ιδρωμένη απ' ανάσες και φωνές όλη την ώρα. Το φως αχνό και σαν χρωματιστό, γύρω της ξεφεύγει, αφήνοντας κάτω μια σκιά.
Το πρόσωπο μου, βαρετό, γερμένο στο τραπέζι, σε μιαν άκρη κοιμισμένο με το χέρι μαξιλάρι. Η ματιά σπινθηροβόλα, τα βλέφαρα κλειστά. Ούτε άχνα δεν ξεφεύγει, μόνο ένα ψυγείο μουρμούρα.
Και στο τετράδιο γραμμένοι στίχοι, να φτιάχνουνε στρατιά, μερικοί τύποι "φαντασμένοι", εκεί δίπλα,αντικρινά.
Κι όλα αυτά, μέχρι να φέξει, να ροδίσει σαν καρδιά ετούτη η παχουλή χαρτούρα, κι ίσως πιο πέρα, κάτι στον αέρα να χρυσώσει. Να φωνάξει:
-Καλωσόρισες ημέρα!
Κι όμως, κάτι θα αρχίσει, κάτι θα τελειώσει. Θα ροδίσει, θα "χρυσώσει", θα θαμπώσει!
Όπως έπειτα, θα πει:
Μία καλημέρα, μία καλησπέρα, κάποια καληνύχτα.
Και μια τέτοια ώρα πάλι... (όπως πάντα) Η λάμπα θα ιδρώσει.