Παραμένω και κοιτάζω, το δάσος το νεκρό και απρόσμενα μοιράζω στη σελήνη τον αγρό. Στην ευθύβολη στιγμή αναδεύονται ψυχές και στην μοίρα την τρελή μου, μπλέκονται φωνές.
Μόνο λόγους, μόνο, βγάζω και στέκομαι δειλός μα τον ηρωισμό του χρόνου, ποιος τον ξέρει; Ποιος; Κι όλο κάθομαι μονάχος και προσμένω αγκαλιές τι μου έμελλες η μοίρα! από ανθρώπων άγνωστες βουλές.
Στον χορό όλοι γυρίζουν ρυθμικά και ομαλά σαν τα χόρτα που χτυπιούνται στου Αέρα τα μαλλιά. Μα ως τι θα υπομένω, πόσα λόγια θες να πω; Όλα γύρω μου είναι λίγα και η ψυχή μου κάτι μυστικό.
Και η τέχνη μου μυρίζει, σ' άλλους θάνατο, σ' άλλους οργή τι μα την αλήθεια, μας αξίζει αυτή την άτυχη στιγμή; Ω! Σε βλέπω εαυτέ μου στο σκοτάδι σκυθρωπό να κοιτάς την ομορφιά σου με ένα πρόσωπο θολό!
Σε μια εικόνα παραμένω, στων σκέψεων τη σίωπη πως λέει την πανοπλία δένω και της σφυρηλατώ μορφή μήπως στη σκιά που μένω, στη νύχτα τη χυτή εμφανιστεί μαραζωμένη η μαύρη τέχνη, η φτηνή!