Ο πειρατής του φωτός

Ο πειρατής του φωτός https://logos-en-logois.gr/wp-content/uploads/2018/09/419819_3001349911689_420173828_n.jpg Konstantinos Tsatsarounos

Πάντα στα αυτιά και τα μάτια μου έβλεπα μια μακρινή πατρίδα, ένα μέρος ηρεμίας κι ευτυχίας που όλα παραμένουν ίδια. Ο πόνος κι ο θάνατος θα είναι μακρινές εικόνες, μπροστά στην απέραντη επιρροή στο κόσμο μου. Ένα ταξίδι που ποθούσα, πάντοτε να κάνω. Να βρεθώ στις λευκές ακτές και να γίνω πειρατής ανάμεσα στο κόσμο του φωτός και τη κακόμοιρή θνητή γή. Να κλέβω φως και να το ξοδεύω στους θνητούς, σαν ελεύθερος θεός.

Να φτιάξω ένα πλοίο με τη σκέψη, και η σκέψη να γίνει λόγος, και ο λόγος να γίνει έμψυχη ύλη. Ένα ξύλο με πνοή και θέληση δική του. Να γίνει το πλοίο η γη μου, το δικό μου μέρος, ένα μέρος ελευθερίας, ειρήνης και ασφάλειας. Μα και ένα μέρος που θα μου δείξει το κόσμο, μέσα από κύματα, σκοτεινές νύχτες, τέρατα και μυστήρια πέρα από τον στενό πορτοκαλί ορίζοντα.

To σκαρί του φτιαγμένο από οψιανό, ασήμι, σκοτάδι και φως. Το πλήρωμα, να ‘ναι σκέψεις και φαντάσματα, διχασμένες ψυχές, είκονες πλασμάτων κι ανθρώπων που έφυγαν από κοντά μου και γίναν αναμνήσεις και πνεύματα εκδίκησης, σκιές των δύο κόσμων.

Τ’ αμπάρι θα ναι πάντα γεμάτο πέτρες. Πέτρες από σβησμένα άστρα, βαριές πέτρες. Ένα άγγιγμα και τα όνειρα σου θα σκοτεινιάζουν για μέρες. Θα τρέμεις στη μοναξιά που θα σου φέρνουν, στη ρίγη που θα αισθανθείς σαν δεις το προσωπο σου στην αντανάκλαση τους.

Στο θνητό κόσμο τις φωνάζουν αμαρτιές, μα εδώ στο κόσμο, τον ενδιάμεσο τις βρίσκεις στα κοράλια των Ξεχασμένων λόγων και στις χρυσές θάλασσες των υπνωτισμένων ψυχών. Πάντα αναγνωριζα το σχήμα της απληστίας, μα αυτές που συνήθισα να έχω πάντα μαζί, είναι οι πέτρες της οργής και της υπερηφάνιας. Πέτρες της μοναξιάς τις λέω. Η απληστία είναι το νόμισμα των γερασμένων, μα εγώ δε γέρασα ακόμα. Έτσι λέω, έτσι ελπίζω. Μα στα μάτια μου κάποια μέρη μένουν πάντα ίδια!

Όταν γερνάς, όλα μοιάζουν ίδια. Όλα έχουν ήδη συμβεί. Κι έτσι, η λαχτάρα χάνεται. Δεν βλέπεις πια τις θάλασσες· απλώνεται μόνο μια απέραντη ξέρα μπροστά σου. Κι όμως, ο ουρανός είναι ακόμη εκεί. Αν βρεις τ’ αστέρι της δύσης και στρέψεις το κεφάλι σου δεξιά, θα δεις την ομίχλη του Φάντασου. Εκεί, λίγο πιο πέρα, βρίσκεται το βουνό της και οι πηγές της Μνημοσύνης. Εκεί λένε πως μπορείς να ξαναδείς.

Η αγαπημένη μου πέτρα δεν ήταν ποτέ από τις σπάνιες. Ήταν η μυρωδιά του φθινοπώρου στα ρουθούνια ενός σκύλου, αυτή η ανεξήγητη, θολή ανάμνηση ζεστασιάς και αναχώρησης μαζί. Κι όμως, πάντα θαύμαζα τις άλλες, τις μακρινές, αυτές που έρχονται από τα πορτοκαλί αστέρια. Έχουν μια δική τους αύρα. Τις κρατάς και σε γαργαλούν, σε δοκιμάζουν, όπως κάθε ηλιοβασίλεμα.

Τα λιμάνια, όσο κι αν τα θες, θα είναι πάντα μακριά. Πάντα άφταστα. Οι ρότες περνούν αναγκαστικά από τα βράχια της άρνησης και μέσα από τους Βαρετούς κυκλώνες. Οι έμποροι περνούν και σε φορτώνουν πέτρες. Σου τις δίνουν σαν δώρα. Είναι προσφορά, λένε. Και ντρέπεσαι να αρνηθείς.


Konstantinos

Γεια σου, με λένε Κωνσταντίνο.

Καλωσήρθες στο προσωπικό μου blog. Δε ξέρω τι σε έφερε εδώ, λογικά κάποιο λάθος click. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι απόλυτα τυχαίο, ίσως να μοιραζόμαστε κάποιες σκέψεις.

Καλή ανάγνωση.