Λένε…
Πως πέρασαν, οι εποχές του φόβου!
Οι μάγισσες, πως γέρασαν και πέθαναν στα φέρετρα τους…
Η αγάπη, ότι νίκησε και όλα θα ομορφύνουν!
Λένε…
Πως πέθαναν πλέον, οι Θεοί.
Δεν υπάρχουν μνημεία ώστε, οι νέοι να θυμούνται!
Ο νέος κόσμος, έκανες τις Νύμφες πια, μοντέλα…
Ένα αντίο!
Στο κόσμο που ξέχασε, που πέθανε στις δάφνες,
της κάποιας, παρεξηγημένης ήττας!
Στο πλήθος που, δόξασε το μάταιο και γέννησε το ψεύδος!
Ένα αντίο!
Σε ένα αισιόδοξο πύρινο μνήμα! Σε μία γη φαιδρής επαγγελίας!
Στα μέρη που στέκουν ψεύτικα αγάλματα,
γιατί σαν άνθρωποι δεν ταίριαζαν στον κόσμο!
Την αλήθεια θα πω, δε θα δειλιάσω τώρα.
Δεν ήρθα, για να δοξάσω κανένα Θεό,
ήρθα για εκείνο το Φτωχό,
εκείνο που θέλησε στο σταυρό επάνω να πεθάνει.
Για κάποιους άλλους Θεούς, που δώσαν πίσω τη φωτιά!
Επέστρεψα, κρατώντας τη φωτιά!
Γιατί οι ναοί που έπεσαν, δεν αμφισβήτησαν Θεό.
Γιατί κανένα σύμβολο, δε φτιάχτηκε για πόλεμο.
Γιατί ο Δίας βαρούσε μ’ αστραπές, για ζήσει πάλι
εκείνος ο Φτωχός!
-Κι εσύ Προμηθέα, χαμογέλασες πάλι,
μετά από χρόνια!
Ακόμα, εκείνοι, μισούνε την αλήθεια!
Ακόμα κλαίνε οι Τιτάνες, μουδιασμένοι. -Προμηθέα!
Κι εγώ, σπαθιά κι ασπίδες φτιάχνω,
αλλά το αισθάνομαι!
Οι κεραυνοί θα σπάσουν τη πόρτα της φυλακής μου, σύντομα!