Δε θα μπορούσα να πιστέψω
πως ο κόσμος τέλειωσε,
και σε μια στιγμή φευγάτος φάνηκε
στη δύση, στα δάση των αρχαίων οραματισμών
που σα μια αύρα αιώνιας στιγμής
στοιχειώνει τις παλιές δρυάδες.
Άνεμος φυσά στη λογική και τις σκορπάει
ως καθετί που μόνο του ελπίζει
να υπάρχει, σαν όνειρο σκυμμένο την αυγή,
πέρα ως πέρα ξεχασμένο,
όρια πικρής καταραμένης φυλακής,
στο κόσμο του ερέβους…
Πώς θα έδινα ψυχή σε ένα φως,
να φανεί ελεύθερο σαν ουρανός, στο βάθος
με μια υπόνοια στο πέτρινο μυαλό
πως υπάρχει ακόμα ο καιρός να αλλάξεις
την έννοια του λόγου σου
και μες τα βαθιά του χρόνου ακόμα να ελπίζεις.
Ο δρόμος δεν έβγαζε ποτέ στη πόρτα,
τη γνωστή μου, εκείνη που την αίσθηση
έκανε παιχνίδι, και σαν πνεύμα αγγελικό
πιστά καθοδηγούσε τις βουλές μου,
αλλά άλλοτε παιχνίδιζε με το νερό
και άλλοτε γλεντούσε στη φωτιά μου.
Μακάρι το χαμόγελο να ήταν λύση,
μακάρι τα σημάδια να υπήρχαν,
αναμφίβολα θα βόλευαν πολύ
μια τέτοια στιγμή όπως εκείνες
που κυλούν αντίστροφα στο πένθος
των παιδικών στιγμών μας.
Εν τέλει η ευτέλεια των λόγων λέει την αλήθεια,
όπως ο κόσμος στέκεται απάνω στη ματιά σου,
έτσι θαρρώ πως φαίνεται και η πίστη.
Κίονας του κόσμου, αόρατος
μα δυνατός και μόνος, στην ακλόνητος αιθέρια γη,
που αρκεί να το θελήσεις και τη βρήκες.